- παντουργός
- παντουργόςcreating allmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παντουργός — όν, ΜΑ 1. αυτός που είναι ικανός να επιτελέσει κάθε έργο, πανούργος 2. αυτός που δημιουργεί τα πάντα 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ παντουργός ο δημιουργός, ο Θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ουργός (< έργο*)] … Dictionary of Greek
παντουργόν — παντουργός creating all masc/fem acc sg παντουργός creating all neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντουργοῦ — παντουργός creating all masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντουργέ — παντουργός creating all masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντουργῷ — παντουργός creating all masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντουργέτης — ὁ, Μ παντουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντουργός + επίθημα έτης (πρβλ. πανδερκ έτης)] … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
παντουργία — ἡ, Μ [παντουργός] η δημιουργική δύναμη τών παιδιών … Dictionary of Greek
παντουργικός — ή, όν, ΜΑ [παντουργός] αυτός που δημιουργεί τα πάντα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παντουργικόν η δύναμη να δημιουργεί κάποιος τα πάντα … Dictionary of Greek